ντεμπουτάρισμα — το [ντεμπουτάρω] ντεμπούτο … Dictionary of Greek
Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… … Dictionary of Greek
Αλμοδοβάρ, Πιέδρο — (Piedro Almodovar, Καλτσάντα ντε Καλατράβο 1951 –). Ισπανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σε ηλικία 17 ετών πήγε στη Μαδρίτη, όπου αναμείχθηκε με το ανανεωτικό κίνημα της movida. Εργάστηκε ως ηθοποιός, συγγραφέας, γελοιογράφος και ροκ μουσικός,… … Dictionary of Greek
Άντερσον, Τζούντιθ — (Dame Judith Anderson, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1898 – 1992). Αγγλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Φράνσις Μάργκαρετ Ά. Πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1915 στο Σίδνεϊ και το 1918… … Dictionary of Greek
Αντρεΐνι, Ισαβέλλα — (Isabella Canali Andreini, Πάντοβα 1562 – Λιόν 1604). Ιταλίδα ηθοποιός. Προερχόταν από τη βενετσιάνικη οικογένεια των Κανάλι, προικισμένη με καταπληκτικό ταλέντο και εξαιρετική ομορφιά. Έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με τον θίασο των Τζελόζι το … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Γκανς, Αμπέλ — (Αbel Gance, Παρίσι 1889 – 1981). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ο Γ., που ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και τη συγγραφή θεατρικών κειμένων (μερικά έργα του παίχτηκαν από τη Σάρα Μπερνάρ στην Κομεντί Φρανσέζ), ασχολήθηκε από το 1909 με… … Dictionary of Greek
Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… … Dictionary of Greek
Γκιζεκίνγκ, Βάλτερ — (Walter Gieseking, Λιόν 1895 – Λονδίνο 1956). Γερμανός πιανίστας. Γεννήθηκε στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στο γερμανικό πολιτιστικό περιβάλλον και τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στο Ανόβερο. Έκανε το ντεμπούτο του το 1915. Η πορεία της… … Dictionary of Greek
Γουάιλερ, Γουίλιαμ — (William Wyler,Γερμανία 1902 – ΗΠΑ 1981). Γερμανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε βιολί στο Ανώτατο Ωδείο του Παρισιού και, μέσω του θείου του Καρλ Λέμλε, ιδρυτή της Universal Studios, έφυγε για την Αμερική όπου έως το 1925 … Dictionary of Greek