ντεμπούτο

ντεμπούτο
το
άκλ.
1. πρώτη εμφάνιση στη θεατρική σκηνή ή στον κινηματογράφο
2. έναρξη σταδιοδρομίας, τα πρώτα βήματα σε έναν τομέα δραστηριότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. debut < ρ. debuter < μσν. γαλλ. desbuter < de(s)- + -buter (< but «σκοπός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ντεμπουτάρισμα — το [ντεμπουτάρω] ντεμπούτο …   Dictionary of Greek

  • Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… …   Dictionary of Greek

  • Αλμοδοβάρ, Πιέδρο — (Piedro Almodovar, Καλτσάντα ντε Καλατράβο 1951 –). Ισπανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σε ηλικία 17 ετών πήγε στη Μαδρίτη, όπου αναμείχθηκε με το ανανεωτικό κίνημα της movida. Εργάστηκε ως ηθοποιός, συγγραφέας, γελοιογράφος και ροκ μουσικός,… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Τζούντιθ — (Dame Judith Anderson, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1898 – 1992). Αγγλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Φράνσις Μάργκαρετ Ά. Πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1915 στο Σίδνεϊ και το 1918… …   Dictionary of Greek

  • Αντρεΐνι, Ισαβέλλα — (Isabella Canali Andreini, Πάντοβα 1562 – Λιόν 1604). Ιταλίδα ηθοποιός. Προερχόταν από τη βενετσιάνικη οικογένεια των Κανάλι, προικισμένη με καταπληκτικό ταλέντο και εξαιρετική ομορφιά. Έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με τον θίασο των Τζελόζι το …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Γκανς, Αμπέλ — (Αbel Gance, Παρίσι 1889 – 1981). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ο Γ., που ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και τη συγγραφή θεατρικών κειμένων (μερικά έργα του παίχτηκαν από τη Σάρα Μπερνάρ στην Κομεντί Φρανσέζ), ασχολήθηκε από το 1909 με… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… …   Dictionary of Greek

  • Γκιζεκίνγκ, Βάλτερ — (Walter Gieseking, Λιόν 1895 – Λονδίνο 1956). Γερμανός πιανίστας. Γεννήθηκε στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στο γερμανικό πολιτιστικό περιβάλλον και τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στο Ανόβερο. Έκανε το ντεμπούτο του το 1915. Η πορεία της… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλερ, Γουίλιαμ — (William Wyler,Γερμανία 1902 – ΗΠΑ 1981). Γερμανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε βιολί στο Ανώτατο Ωδείο του Παρισιού και, μέσω του θείου του Καρλ Λέμλε, ιδρυτή της Universal Studios, έφυγε για την Αμερική όπου έως το 1925 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”